- παρασκοτίζω
- παρασκότισα, παρασκοτίστηκα, παρασκοτισμένος, ενοχλώ, ζαλίζω κάποιον, θολώνω το μυαλό κάποιου πάρα πολύ, προκαλώ υπερβολική σύγχυση σε κάποιον: Με παρασκότισαν τα παιδιά με τις φωνές τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.